- κλισίηνδε
- κλῐσί-ηνδε, Adv.A into or to the hut, ib.185.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλισίηνδε — (Α) επίρρ. στην καλύβα ή προς αυτήν («ἕπεο, κλισίην δ ἴομεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. κλισίην + επιρρμ. κατάλ. δε, δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως] … Dictionary of Greek
κλισίηνδε — into indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισίηνδ' — κλισίηνδε , κλισίηνδε into indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)